κεραυναγωγός

κεραυναγωγός
ο
(ηλεκτρολ.) αγωγός με τον οποίο γειώνεται η ράβδος ή οι ράβδοι τού αλεξικέραυνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + αγωγός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lightning conductor. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”